- συναινώ
- συναινώ, συναίνεσα βλ. πίν. 76
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναινώ — συναινῶ, έω, ΝΜΑ συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, παραδέχομαι («τῶν Καρχηδονίων ὀλίγοι μὲν ἦσαν οἱ συναινοῡντες μὴ παραβαίνειν τὰς ὁμολογίας», Πολ.) αρχ. δίνω, παραχωρώ («δῶρά μοι ξυναίνεσον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
συναινώ — συναίνεσα, συμφωνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναινῶ — συναινέω consent pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναινέω consent pres ind act 1st sg (attic epic doric) συναινέω consent pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναινέω consent pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
συνεπινεύω — Α 1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον 3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπινεύω «συναινώ»] … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… … Dictionary of Greek
επίφημι — ἐπίφημι (Α) [φημί] συγκατατίθεμαι, συναινώ … Dictionary of Greek
επικατανεύω — ἐπικατανεύω (Μ) συγκατατίθεμαι σε κάτι, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατανεύω «συναινώ»] … Dictionary of Greek
ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… … Dictionary of Greek